- αβγουλάς
- ο (θηλ. -ού)1. ο πωλητής αβγών, ο αβγοπώλης2. αβγοφάγος·3. το θηλ. λέγεται ιδιαίτερα για την κότα που γεννά πολλά αβγά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγουλάς — ο ά, πληθ. άδες, θηλ. αβγουλού ούς, πληθ. ούδες, αυτός (αυτή) που πουλάει αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγοπώλης — ο ο αβγουλάς* … Dictionary of Greek
νερουλάς — ο, θηλ. νερουλού μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κατάλ. ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)] … Dictionary of Greek
ωοπώλης — ο / ᾠοπώλης, ΝΑ, και σε πάπ. ὀωπώλης Α πωλητής αβγών, αβγουλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + πώλης*] … Dictionary of Greek